- συγκατάγειν
- συγκατάγωbring down along withpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατάγω — Α [κατάγω] 1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον 2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι 3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.) 4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα … Dictionary of Greek